- ευτυχώ
- (ΑΜ εὐτυχῶ, -έω) [ευτυχής]είμαι ευτυχής, ευδαιμονώ, ευημερώ, είμαι σε καλή κατάσταση (α. «ἄνθεσι Διαγόρας ἐστεφανώσατο δίς, κλεινᾷ τ' ἐν Ἰσθμῷ τετράκις εὐτυχέων», Πίνδ. β. «ευτύχησε στις επιχειρήσεις του»)νεοελλ.(μτχ. παθ. παρακμ.) ευτυχισμένος, -η, -ο1. ευτυχής, ευδαίμων («ευτυχισμένη οικογένεια»)2. (για τόπο) πλούσιος, εύφορος («ευτυχισμένο νησί»)3. αυτός που οδηγεί σε ευτυχία, αυτός που φέρνει ευτυχία («ευτυχισμένος ο καινούργιος χρόνος»)4. φρ. «ευτυχισμένη ιδέα» — ευτυχής, επιτυχημένη έμπνευσηνεοελλ.-μσν.1. τυχαίνω, έχω την τύχη να...μσν.1. έχω κάτι σε αφθονία («τοιοῡτον στόλιον ἡ γῆ παντόχροον ἐφόρει, τοιοῡτον πέπλον εὐανθές, εὐύφαντον ηὐτύχει», Κ. Μανασσ.)2. πετυχαίνωαρχ.1. πετυχαίνω στην εκτέλεση ή επιδίωξη τού σκοπού μου («ὡς τἄλλα γ' εἶπας, εἴπερ εὐτυχήσομεν, κάλλισθ' ἑλόντες σκύμνον ἀνοσίου πατρός», Ευρ.)2. (για πράγματα) ευδοκιμώ, πάω καλά («ἰὼ βρότεια πράγματ᾿εὐτυχοῡντα μὲν σκιᾷ τις ἂν πρέψειεν», Αισχύλ.)3. φέρνω ευτυχία4. αποκτώ, παίρνω («εὐτυχεῑν παρά τῶν Σεβαστῶν στέφανον», επιγρ.)5. φρ. «εὐτύχει», «εὐτυχεῑτε» — ευχή που γραφόταν στο τέλος επιστολών ή επιτύμβιων επιγραφών.
Dictionary of Greek. 2013.